- πληρώ
- -όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης]νεοελλ.μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)νεοελλ.-αρχ.καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλομσν.μεγαλώνωαρχ.1. γεμίζω εντελώς με τροφή, χορταίνω2. επανδρώνω πλοίο με ναυτικό πλήρωμα, εφοδιάζω πλοίο με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῡν ναυτικόν», Θουκ.)3. (για ζώο) καθιστώ έγκυο, γονιμοποιώ4. συμπληρώνω, τελειώνω («οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῡτον δὴ Δημάρητον», Πλάτ.)5. (για τη σελήνη) είμαι ολόγιομος, πανσέληνος6. (σχετικά με βουλευτήριο, δικαστήριο, εκκλησία τού δήμου) απαρτίζω κατ' αριθμό, συμπληρώνω7. εξοφλώ χρέος, πληρώνω8. είμαι πλήρης, συμπληρώνω («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῡτον» — το μήκος τής οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, Ηρόδ.)9. τελειώνω10. τηρώ, εκπληρώνω έναν κανόνα, μια προφητεία, ένα τυπικό («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῡ Κυρίου διὰ τοῡ προφήτου», Μηναί.)11. δωροδοκώ, εξαγοράζω12. μέσ. πληροῡμαι, -όομαιεφοδιάζω με πλήρωμα το πλοίο μου13. παθ. (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι έγκυος, γονιμοποιούμαι14. φρ. «πληρῶ τὰς χεῑρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.